ἁγιότης

ἁγιότης
ἁγιότης, ητος, ἡ holiness (schol. Aristoph., Plut. 682; 2 Macc 15:2; Ps 28:2 in one transl. of the Field, Hexapla; TestLevi 3:4 ὑπεράνω πάσης ἁγιότητος; Did., Gen. 211, 18; Byz. honorary title, cp. Preis. III 183) μεταλαβεῖν τῆς ἅ. share in his holy character Hb 12:10. Of moral purity w. εἰλικρίνεια 2 Cor 1:12 v.l. (for ἁπλότης) Hv 3, 7, 3 v.l. (for ἁγνότης).—DELG s.v. ἅζομαι. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἁγιότης — fem nom sg ἁγιωσύνη holiness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιότητα — ἁγιότης fem acc sg ἁγιωσύνη holiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιότητας — ἁγιότης fem acc pl ἁγιωσύνη holiness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιότητι — ἁγιότης fem dat sg ἁγιωσύνη holiness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιότητος — ἁγιότης fem gen sg ἁγιωσύνη holiness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …   Dictionary of Greek

  • αγιότητα — η (Α ἁγιότης) [ἅγιος] 1. αγιοσύνη, αγνότητα, ευλάβεια 2. προσαγόρευση εκκλησιαστικών αξιωματούχων, ιδιαίτερα επισκόπων («όπως είπε η αγιότητά σας...») …   Dictionary of Greek

  • παναγιστία — και παναγιστεία, ἡ (ΑΜ) (κατά τον Ησύχ.) «παντελής ἁγιότης» μσν. τιμητικό επίθετο τού πατριάρχη, παναγιότητα («τῇ ὑμετέρᾳ παναγιστίᾳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἁγιστεία «αγιοσύνη» (< ἁγιστεύω)] …   Dictionary of Greek

  • υπεραγιότης — ητος, ἡ, Α απόλυτη αγιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἁγιότης] …   Dictionary of Greek

  • ՍՐԲՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0761 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. ἀγίασμα, ἀγιασμός, ἀγιότης, ἀγιωσύνη, ἄνεια, καθαριότης, καθαρισμός, κάθαρσις , ὀσιότης եւն. sanctificatio, sanctimonia, sanctitas, puritas, purificatio, munditia, purgatio եւ ἄγιον,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”